- υπονομευτής
- ο / ὑπονομευτής, ΝΑ, θηλ. υπονομεύτρια, Ν [ὑπονομεύω]εργάτης που διανοίγει υπονόμουςνεοελλ.1. ζωολ. γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων που ανήκει στην οικογένεια τινεΐδες, ενώ σε άλλα συστήματα ταξινόμησης αποτελεί τον τυπικό εκπρόσωπο τής οικογένειας υπονομευτίδες2. μτφ. αυτός που ενεργεί με δόλιο τρόπο προκειμένου να βλάψει κάποιον («υπονομευτές τών δημοκρατικών θεσμών»).
Dictionary of Greek. 2013.