υπονομευτής

υπονομευτής
ο / ὑπονομευτής, ΝΑ, θηλ. υπονομεύτρια, Ν [ὑπονομεύω]
εργάτης που διανοίγει υπονόμους
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων που ανήκει στην οικογένεια τινεΐδες, ενώ σε άλλα συστήματα ταξινόμησης αποτελεί τον τυπικό εκπρόσωπο τής οικογένειας υπονομευτίδες
2. μτφ. αυτός που ενεργεί με δόλιο τρόπο προκειμένου να βλάψει κάποιον («υπονομευτές τών δημοκρατικών θεσμών»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπονομευτής — ο θηλ. εύτρια 1. εργάτης που σκάβει υπονόμους, μιναδόρος. 2. μτφ., αυτός που επιδιώκει δόλια να βλάψει κάποιον: Οι φασίστες είναι υπονομευτές της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπονομευτάς — ὑπονομευτά̱ς , ὑπονομευτής masc acc pl ὑπονομευτά̱ς , ὑπονομευτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκαθιστής — ὁ, Μ [ὑποκαθίζω] 1. αυτός που στήνει ενέδρα, που ελλοχεύει 2. μτφ. υπονομευτής …   Dictionary of Greek

  • υπονομευτίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια λεπιδόπτερων εντόμων, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, με. τυπικό εκπρόσωπο το γένος υπονομευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hyponomeutidae] …   Dictionary of Greek

  • υπονομοποιός — ο, Ν εργάτης που ασχολείται με τη διάνοιξη υπονόμων, υπονομευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόνομος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] …   Dictionary of Greek

  • μιναδόρος — ο ο εργάτης ορυχείου που τοποθετεί δυναμίτες, ο υπονομευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”